Ιεχωβά

Ιεχωβά
Ιεχωβά ο
Яхве, Иегова, Сущий – одно из имен Божиих, великое и святое, означающее самобытность, вечность и неизменяемость существа Божия, имя Того, который был, есть и будет. Из благоговения к этому святому имени евреи считали его страшным для произношения и заменяли или именем Адонай, или Еллоим
Этим.
Яхве (Γιαχβέ) – одно из имен Бога в Ветхом Завете. Имя «Яхве» происходит от евр. Yahwel или Yahwah «Сущий». Корень слова не семитский и происходит или из арамейского, или из аккадского языков. В Септуагинте имя «Яхве» переведено с еврейского как Κύριος «Гоподь», в Вульгате – Dominus «Господь»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Ιεχωβά" в других словарях:

  • Ιεχωβά, ο — και Iαχωβά, ο και Γιαχβέ, ο ονομασία του Θεού στη γλώσσα των Εβραίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιεχωβά — Το πιο επίσημο όνομα του θεού του Ισραήλ, το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ακούστηκε από τον Θεό (διαμέσου του Μωυσή) στο όραμα της «καιόμενης βάτου» στο Χωρήβ (Έξοδ. γ’ 13). Όταν ο Μωυσής στάλθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτυρες του Ιεχωβά — (Jehovah’s Witnesses). Αμερικανική προτεσταντική αίρεση. Ιδρύθηκε το 1872 στο Πίτσμπουργκ από τον κληρικό Τσαρλς Τέιζ Ράσελ. Πριν αποκτήσουν τη σημερινή τους ονομασία (έως το 1931) τα μέλη της ονομάζονταν ρωσελίτες, χιλιαστές ή σπουδαστές της… …   Dictionary of Greek

  • Nectario de Egina — Nectario de Egina. Nacimiento 1 de octubre de 1846. Selybria,  Turquía. Fallecimiento 9 de noviembre de 1920 …   Wikipedia Español

  • αλληλούια — I Εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αινείτε τον Κύριον». Ήταν λειτουργικό επιφώνημα αγαλλίασης, το οποίο έψελνε ο χορός των Λευιτών και ανήκε στην ομάδα ψαλμών του Χαλέλ (ψαλμοί ριβ’ ριζ’ της ιουδαϊκής λειτουργίας) τους οποίους έψελναν στις γιορτές του… …   Dictionary of Greek

  • δέλτα — Συσσώρευση υλών που μεταφέρει ένας ποταμός και αποθέτει στις εκβολές του στη θάλασσα ή σε λίμνη· με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος στομίου ποταμού, στο οποίο η δράση των αλουβιακών αποθέσεων είναι μεγαλύτερη από τη διαβρωτική… …   Dictionary of Greek

  • σεραφείμ — I Όνομα πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης. 1. Σ. ο A’ (1713). Καταγόταν από την Ακαρνανία και πριν γίνει πατριάρχης, διετέλεσε διαδοχικά μητροπολίτης Δρούστρας και Νικομήδειας. Ύστερα από δεκάμηνη πατριαρχεία καθαιρέθηκε από τον σουλτάνο και… …   Dictionary of Greek

  • χερουβείμ — Βιβλικές φτερωτές μορφές με ανθρώπινο σχήμα, η αρχική λειτουργία των οποίων ήταν να κρατούν μακριά από τους ιερούς τόπους τους ανθρώπους που ήταν αμαρτωλοί και τα κακά πνεύματα. Γι’ αυτό στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζονται ως φύλακες του επίγειου… …   Dictionary of Greek

  • χιλιαστής — ο, ΝΜΑ [χιλιασμός] οπαδός τού χιλιασμού, αλλ. μάρτυρας τού Ιεχωβά …   Dictionary of Greek

  • Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… …   Dictionary of Greek

  • Αυνάν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο γιος του Ιούδα, που είχε γονείς τον Ιακώβ και τη Χαναναία Σανά. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του πέθανε, ο Α., σύμφωνα με το εβραϊκό έθιμο, νυμφεύτηκε τη χήρα του αδελφού του Ηρ, με την οποία όμως δεν ήθελε να τεκνοποιήσει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»